ίνδιο

ίνδιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο In. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 49, ατομική μάζα 114,82 και δύο σταθερά ισότοπα. Ανακαλύφθηκε το 1863 από τους Ρίχτερ και Ράιχ σε μείγματα. To ί. λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση των αλάτων του ή με αναγωγή του οξειδίου του. Μέταλλο λευκό, μαλακό και ελατό, είναι εξαιρετικά σπάνιο (περιέχεται σε ελάχιστες ποσότητες σε πολλά ορυκτά), δεν οξειδώνεται από το οξυγόνο του αέρα, είναι διαλυτό στο νιτρικό, υδροχλωρικό και θειικό οξύ και ενώνεται απευθείας με τα αλογόνα. Εφαρμόζεται στην παρασκευή πολύτιμων κραμάτων στην οδοντιατρική, στην κατασκευή θερμομέτρων, ηλεκτρικών νημάτων και ως συστατικό του κράματος Γουντ.
* * *
το
χημ. σπάνιο αργυρόλευκο μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο In και ατομικό αριθμό 49.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. indium. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”